Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Η αρχαία Ελληνική Τέχνη στην Ινδική χερσόνησο


   Αφορμή για την παρουσίαση των αρχαίων Ελληνικών επιδράσεων στη θρησκευτική τέχνη των οπαδών του Βούδδα, ελήφθη από την εξόχως ενδιαφέρουσα Έκθεση γλυπτών και διαφόρων άλλων καλλιτεχνημάτων με τίτλο «Ο Ελληνισμός στα σταυροδρόμια της Ασίας», που λειτουργεί στο Μουσείο Ασιατικής Τέχνης στην πόλη της Κερκύρας. Τα εκθέματα στο σύνολό τους προέρχονται από την ιδιωτική συλλογή του Γ. Χατζηβασιλείου, ενός λογίου ευπατρίδη, ο οποίος, με δικά του έξοδα, αγόρασε από τις Ινδίες και μετέφερε για να δωρίσει τελικά στο Μουσείο, μια σειρά από εικαστικά έργα, που εμφανίζουν την πολιτισμική σφραγίδα του Ελληνισμού από τον 3ο π. Χ. έως και τον 5ο μ. Χ. αιώνα στην κεντρική και νότια Ασία.
   Η μοναδικότητα των γλυπτών αυτών, που ταυτόχρονα συνιστά και την καταλυτικότερη Ελληνική επίδραση στην δημιουργία τους, έγκειται στο γεγονός ότι, από χρονολογικής απόψεως, είναι τα πρώτα δείγματα έργων τέχνης του Βουδδισμού, όπως αυτή άρχισε να συγκροτείται από το 300 π.Χ. περίπου στην ινδική επαρχία της Γκαντάρα. Βεβαίως, ο Βούδδας Σιντάρτα Γκαουτάμα είχε ζήσει και δραστηριοποιηθεί τον 6ο αιώνα π.Χ. και, σύμφωνα με τις σωζώμενες παραδόσεις, είχε απαγορεύσει στους συγχρόνους και μεταγενεστέρους οπαδούς του κάθε εξεικόνιση της μορφής του. Εντούτοις, προϊόντος του χρόνου, αφ’ ενός μεν η απαγόρευση αυτή ατόνισε, αφ’ ετέρου δε τα ήδη πανάρχαια Ελληνικά πολιτισμικά στοιχεία, που ενδυναμώθηκαν κατά την περίοδο της επαφής των υπό τον Μ. Αλέξανδρο Ελλήνων με τους ντόπιους λαούς και την κουλτούρα τους, βρίσκονται ανάγλυφα επάνω στα υπό εξέταση τεχνήματα.
   Για τις Ελληνικές προϊστορικές πολιτισμικές επιδράσεις στους λαούς και τις χώρες της ινδικής χερσονήσου κάνουν λόγο πολλοί αρχαίοι ιστορικοί συγγραφείς: ο Στράβων (Γεωγραφικά 3–15), ο Νόννος (Διονυσιακά), ο Αρριανός (Αλεξάνδρου Ανάβασις, Ινδικά), ο Απολλόδωρος (Μυθολογία), ο Διόδωρος ο Σικελιώτης και ο Φιλόστρατος (Βίος Απολλωνίου Τυανέως) αναφέρονται σαφώς στην  μετάβαση και εγκατάσταση στα βόρεια της Ινδίας πανάρχαιών Ελλήνων εκπολιτιστών ήδη από το 7.500 π.Χ. Ο πρώτος αποικισμός  είχε συντελεσθεί σύμφωνα με τις πηγές, από τον Διόνυσο, ενώ ο δεύτερος από τον Ηρακλή και φέρεται σύγχρονος με την εμφάνιση των πολιτισμών του Μοχέντζο Ντάρο και της Χαράππα, όπου τα στοιχεία ελληνικής – αιγαιακής τεχνοτροπίας, γραμμικών γραφών  και πολεοδομίας είναι έκδηλα.



   Η επαρχία Γκαντάρα (ονομασία Ελληνική, όπως και η ομώνυμη πόλη Γάδαρα της Παλαιστίνης, αλλά και η Γαδείρα – σημερινή ονομασία: Αγαδίρ – του Μαρόκου), ανήκει σήμερα κατά το μεγαλύτερο μέρος της στο Πακιστάν. Από τα χρόνια του βασιλέως Ασόκα και μεταγενέστερα έγινε ο κυριότερος χώρος πολιτισμικών ζυμώσεων και υϊοθετήσεως των Ελληνικών καλλιτεχνικών μοτίβων από τους βουδδιστές νομάδες Κουσάν, που από τον 2ο π. Χ. αιώνα διαδέχθηκαν τους Έλληνες σε όλο το εύρος και το πλάτος των δύο παλαιοτέρων Ελληνιστικών βασιλείων, της Βακτριανής και του Ινδού, όπου και το πλείστον της εκτάσεως της Γκαντάρα. Ωστόσο, η έντονη παρουσία του Ελληνικού Πολιτισμού δεν έπαυσε, παρά μόνον πολύ αργότερα με την προς ανατολάς εξάπλωση της ισλαμικής θρησκείας. Αξιολογότερα κέντρα της τέχνης της Γκαντάρα υπήρξαν η Χατζάρα, το Ραβαλπίντι, η Πουρουσαπούρα (Πεσσαβάρ) και η Ταξίλα. Στις δύο τελευταίες φιλοτεχνήθηκαν και τα πλέον άξια προσοχής «ελληνο-βουδδιστικά» γλυπτά σε γκρίζο σχιστόλιθο. Ο ενισχυμένος από τα Ελληνικά στοιχεία «γκανταρινός» ρυθμός παρουσιάζει τις μορφές του Βούδδα να φορούν μανδύες και χιτώνες που φθάνουν έως κάτω από το γόνατο. Η εικόνα των ενδυμάτων δεν διαφέρει σε τίποτα από αυτήν των αντιστοίχων Ελληνικών. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο συγγραφέας Μάϊκλ Ρίντλεϋ στο έργο του «The Art of Buddhism» - (Dorset, 1978),: «το κεφάλι του Βούδδα, (ενν. της «γκανταρινής Σχολής») θυμίζει την Ελληνική απόδοση της κεφαλής του Απόλλωνα». Σημειώτεον, ότι είναι αμφίβολο, εάν και κατά πόσον ο βρετανός συγγραφέας γνώριζε την ύπαρξη της συλλογής Χατζηβασιλείου, όταν συνέτασσε το έργο του.
    Εξετάζοντας περαιτέρω την πρωτόγλυπτη απεικόνιση του Βούδδα, παρατηρούμε ότι και ο ηλιακός δίσκος όπισθέν του, αλλά και ο κρωβύλος (κότσος) στο άνω μέρος της κεφαλής του (βλ. φωτογραφίες) αποτελούν σαφείς Ελληνικές επιδράσεις, που δεν σταματούν εκεί, καθώς πληθώρα άλλων στοιχείων της αρχαίας μας παραδόσεως, εισφρύει δυναμικά στο βουδδιστικό γίγνεσθαι. Παραστάσεις προερχόμενες από τη Διονυσιακή θεματογραφία, μορφές Ατλάντων και Ερώτων (βλ. φωτογραφίες) αλλά και αρχαίες θεότητες, όπως η Τύχη, με τη μορφή της θεάς «Χαρίτι» (της αρχαίας Ελληνικής Χάριτος!), προστάτιδος της παραγωγής και του πλούτου, αλλά και αρχιτεκτονικά στοιχεία, συνθέτουν ένα πολύπλευρο σκηνικό θρησκευτικής τέχνης, που όχι μόνο διακρατήθηκε στην περιοχή που το έπλασε, αλλά επεκτάθηκε εκείθεν στο Βελουχιστάν, στην Κεντρική Ασία, στην Κίνα, ακόμη και στην Ιαπωνία και την Κορέα. Μετά τον 6ο μ. Χ. αιώνα με την βαθμιαία επικράτηση του ρυθμού «Γκούπτα», της πλέον μυστικιστικής τάσεως στη βουδδιστική τέχνη, που ξεκίνησε στην περιοχή της Μαθούρα, στην ινδική ενδοχώρα, ο «γκανταρινός» ρυθμός άρχισε να φθίνει. Πάντως δεν ξεχάστηκε, αφού τα τεχνήματα του υπάρχουν έως σήμερα.

                                                                                                                                                Μ. Κ. Μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου